λεπτόπους

λεπτόπους
λεπτόπους, -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + ποῦς (πρβλ. δασύ-πους, ταχύ-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόπους — with small masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοπόδων — λεπτόπους with small masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόποδες — λεπτόπους with small masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόπουν — λεπτόπους with small masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NOCTUA — Hebr. Thinsemeth, tamquam stupendae et mirabilis iis scil. aviculis, quas stupore perculsas ad se convertit. Insolitâ enim eius forma reliquae aves obstupescunt: quam sic describit non illepidâ fabellâ Gregor. Nazianzenus, Carm. 22. Τὴν γλαῦκ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”